ακρόπρωρο: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἀκρόπρωρον]]) το [[άκρο]] της πλώρης πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[πρῷρα]] ([[πρώρα]])].
|mltxt=το (Α [[ἀκρόπρωρον]]) το [[άκρο]] της πλώρης πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[πρῷρα]] ([[πρώρα]])].
}}
}}

Latest revision as of 23:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

το (Α ἀκρόπρωρον) το άκρο της πλώρης πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + πρῷρα (πρώρα)].