ακρόπρωρο
From LSJ
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
Greek Monolingual
το (Α ἀκρόπρωρον) το άκρο της πλώρης πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + πρῷρα (πρώρα)].
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
το (Α ἀκρόπρωρον) το άκρο της πλώρης πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + πρῷρα (πρώρα)].