ακρόπρωρο
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
Greek Monolingual
το (Α ἀκρόπρωρον) το άκρο της πλώρης πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + πρῷρα (πρώρα)].