Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλλαξόπιστος: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που άλλαξε [[πίστη]], που απαρνήθηκε την παραδεδομένη [[θρησκεία]], ο [[εξωμότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αλλαξο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πίστη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλλαξοπιστία]], [[αλλαξοπιστίζω]], [[αλλαξοπιστώ]]].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που άλλαξε [[πίστη]], που απαρνήθηκε την παραδεδομένη [[θρησκεία]], ο [[εξωμότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αλλαξο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πίστη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλλαξοπιστία]], [[αλλαξοπιστίζω]], [[αλλαξοπιστώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που άλλαξε πίστη, που απαρνήθηκε την παραδεδομένη θρησκεία, ο εξωμότης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλλαξο- + πίστη.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαξοπιστία, αλλαξοπιστίζω, αλλαξοπιστώ].