αλλαξόπιστος: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που άλλαξε [[πίστη]], που απαρνήθηκε την παραδεδομένη [[θρησκεία]], ο [[εξωμότης]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο<br />αυτός που άλλαξε [[πίστη]], που απαρνήθηκε την παραδεδομένη [[θρησκεία]], ο [[εξωμότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αλλαξο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πίστη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλλαξοπιστία]], [[αλλαξοπιστίζω]], [[αλλαξοπιστώ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:15, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που άλλαξε πίστη, που απαρνήθηκε την παραδεδομένη θρησκεία, ο εξωμότης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλλαξο- + πίστη.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαξοπιστία, αλλαξοπιστίζω, αλλαξοπιστώ].