εξωμότης

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που αρνείται την πίστη του, αρνησίθρησκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι παράγωγο του ρ. εξόμνυμι «αρνούμαι κάτι με όρκο», με την εκτεταμένη βαθμίδα ωμ- του ρ. όμνυμι λόγω της συνθέσεως
μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο].