αλγολαγνεία: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η <b>Ιατρ.</b><br />γενετήσια [[απόκλιση]] [[κατά]] την οποία ο [[πόνος]] που προξενεί [[κανείς]] στον ερωτικό σύντροφο ([[σαδισμός]]) ή που υφίσταται από αυτόν ([[μαζοχισμός]]) προκαλεί [[ηδονή]] ή κάνει εντονότερη την [[απόλαυση]] της σεξουαλικής [[επαφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>algolagnia</i>, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής <span style="color: red;"><</span> [[άλγος]] <span style="color: red;">+</span> [[λαγνεία]].
|mltxt=η <b>Ιατρ.</b><br />γενετήσια [[απόκλιση]] [[κατά]] την οποία ο [[πόνος]] που προξενεί [[κανείς]] στον ερωτικό σύντροφο ([[σαδισμός]]) ή που υφίσταται από αυτόν ([[μαζοχισμός]]) προκαλεί [[ηδονή]] ή κάνει εντονότερη την [[απόλαυση]] της σεξουαλικής [[επαφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>algolagnia</i>, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής <span style="color: red;"><</span> [[άλγος]] <span style="color: red;">+</span> [[λαγνεία]].
}}
}}

Latest revision as of 23:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

η Ιατρ.
γενετήσια απόκλιση κατά την οποία ο πόνος που προξενεί κανείς στον ερωτικό σύντροφο (σαδισμός) ή που υφίσταται από αυτόν (μαζοχισμός) προκαλεί ηδονή ή κάνει εντονότερη την απόλαυση της σεξουαλικής επαφής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < algolagnia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < άλγος + λαγνεία.