αλγολαγνεία

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

Greek Monolingual

η Ιατρ.
γενετήσια απόκλιση κατά την οποία ο πόνος που προξενεί κανείς στον ερωτικό σύντροφο (σαδισμός) ή που υφίσταται από αυτόν (μαζοχισμός) προκαλεί ηδονή ή κάνει εντονότερη την απόλαυση της σεξουαλικής επαφής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < algolagnia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < άλγος + λαγνεία.