Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλγολαγνεία

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

η Ιατρ.
γενετήσια απόκλιση κατά την οποία ο πόνος που προξενεί κανείς στον ερωτικό σύντροφο (σαδισμός) ή που υφίσταται από αυτόν (μαζοχισμός) προκαλεί ηδονή ή κάνει εντονότερη την απόλαυση της σεξουαλικής επαφής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < algolagnia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < άλγος + λαγνεία.