αλγολαγνεία
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
η Ιατρ.
γενετήσια απόκλιση κατά την οποία ο πόνος που προξενεί κανείς στον ερωτικό σύντροφο (σαδισμός) ή που υφίσταται από αυτόν (μαζοχισμός) προκαλεί ηδονή ή κάνει εντονότερη την απόλαυση της σεξουαλικής επαφής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < algolagnia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < άλγος + λαγνεία.