αλπινιστής: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. -ίστρια)<br /><b>1.</b> αυτός που επιδίδεται στον αλπινισμό, ο [[ορειβάτης]]<br /><b>2.</b> στη στρατιωτική [[γλώσσα]] στον πληθυντικό <i>αλπινιστές</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στα Ελληνικά του γαλλ. <i>alpiniste</i>].
|mltxt=ο (θηλ. -ίστρια)<br /><b>1.</b> αυτός που επιδίδεται στον αλπινισμό, ο [[ορειβάτης]]<br /><b>2.</b> στη στρατιωτική [[γλώσσα]] στον πληθυντικό <i>αλπινιστές</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Μεταφορά στα Ελληνικά του γαλλ. <i>alpiniste</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ίστρια)
1. αυτός που επιδίδεται στον αλπινισμό, ο ορειβάτης
2. στη στρατιωτική γλώσσα στον πληθυντικό αλπινιστές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταφορά στα Ελληνικά του γαλλ. alpiniste].