αλσοβριθής: Difference between revisions

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br />αυτός που έχει άφθονα δάση, [[δασώδης]], [[δασόφυτος]], [[δασοσκεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άλσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βριθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[βρίθω]].
|mltxt=-ές<br />αυτός που έχει άφθονα δάση, [[δασώδης]], [[δασόφυτος]], [[δασοσκεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άλσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βριθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[βρίθω]].
}}
}}

Latest revision as of 23:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ές
αυτός που έχει άφθονα δάση, δασώδης, δασόφυτος, δασοσκεπής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλσος + -βριθής < βρίθω.