αληθόμυθος: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀληθόμυθος]], -ον (Α)<br />αυτός που λέει την [[αλήθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀληθόμυθος]], -ον (Α)<br />αυτός που λέει την [[αλήθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀληθὴς</i> <span style="color: red;">+</span> [[μῦθος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀληθομυθῶ</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:17, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀληθόμυθος, -ον (Α)
αυτός που λέει την αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀληθὴς + μῦθος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀληθομυθῶ].