αληθόμυθος

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

Greek Monolingual

ἀληθόμυθος, -ον (Α)
αυτός που λέει την αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀληθὴς + μῦθος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀληθομυθῶ].