αμβλυγώνιος: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἀμβλυγώνιος]], -ον)<br />αυτός που έχει αμβλεία [[γωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἀμβλυγώνιον</i><br />αμβλεία [[γωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-α, -ο (Α [[ἀμβλυγώνιος]], -ον)<br />αυτός που έχει αμβλεία [[γωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἀμβλυγώνιον</i><br />αμβλεία [[γωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμβλὺς</i> <span style="color: red;">+</span> -[[γώνιος]] <span style="color: red;"><</span> [[γωνία]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:22, 29 December 2020
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀμβλυγώνιος, -ον)
αυτός που έχει αμβλεία γωνία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το ἀμβλυγώνιον
αμβλεία γωνία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμβλὺς + -γώνιος < γωνία.