αμαραντόχρους: Difference between revisions
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ουν αυτός που έχει το [[χρώμα]] του αμάραντου, ο [[κιτρινόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-ουν αυτός που έχει το [[χρώμα]] του αμάραντου, ο [[κιτρινόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αμάραντος]] <span style="color: red;">+</span> β' συνθ. -<i>χρους</i> <span style="color: red;"><</span> <i>χρως</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:25, 29 December 2020
Greek Monolingual
-ουν αυτός που έχει το χρώμα του αμάραντου, ο κιτρινόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμάραντος + β' συνθ. -χρους < χρως].