αμαραντόχρους
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
Greek Monolingual
-ουν αυτός που έχει το χρώμα του αμάραντου, ο κιτρινόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμάραντος + β' συνθ. -χρους < χρως].