αμαραντόχρους

From LSJ

σοφώτατον χρόνος· ἀνευρίσκει γὰρ πάντα → time is the wisest of all things that are; for it brings everything to light

Source

Greek Monolingual

-ουν αυτός που έχει το χρώμα του αμάραντου, ο κιτρινόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμάραντος + β' συνθ. -χρους < χρως].