αμάραντος
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
Greek Monolingual
-η -ο (Α ἀμάραντος, -ον)
1. (για φυτά) αυτός που δεν μαραίνεται, δεν ξεραίνεται, ο θαλερός
2. άφθαρτος, διαρκής, αιώνιος
3. αμάραντος, ο και αμάραντον, το
είδος φυτού, αλλ. καλοκοιμιθιά, ανθονοΐδα
(δημοτικό τραγούδι) «για ιδές τον τον αμάραντο σε τί γκρεμό φυτρώνει».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + μαραίνω.
ΠΑΡ. αμαράντινος.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμαραντοειδής, αμαραντόχρους].