αμφιμυκώμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀμφιμυκῶμαι (-άομαι) (Α)<br /><b>1.</b> (για βόδια) [[τριγυρνώ]] μουγκρίζοντας<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[αντηχώ]], [[αχολογώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>μυκῶμαι</i>].
|mltxt=ἀμφιμυκῶμαι (-άομαι) (Α)<br /><b>1.</b> (για βόδια) [[τριγυρνώ]] μουγκρίζοντας<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[αντηχώ]], [[αχολογώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>μυκῶμαι</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀμφιμυκῶμαι (-άομαι) (Α)
1. (για βόδια) τριγυρνώ μουγκρίζοντας
2. (για πράγματα) αντηχώ, αχολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + μυκῶμαι].