πλαγυφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=plagyfylaks
|Transliteration C=plagyfylaks
|Beta Code=plagufu/lac
|Beta Code=plagufu/lac
|Definition=[<b class="b3">φῠ], ᾰκος, ὁ</b>, in pl., written either for [[πλαγιοφύλακες]] (q.v.), or for [[πλακοφύλακες]] (<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[guardians of]] temple-<b class="b2">inscriptions)</b>, <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span> 89.6</span> (ii B. C.).</span>
|Definition=[<b class="b3">φῠ], ᾰκος, ὁ</b>, in pl., written either for [[πλαγιοφύλακες]] (q.v.), or for [[πλακοφύλακες]] (<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[guardians of]] temple-<b class="b2">inscriptions)</b>, <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span> 89.6</span> (ii B. C.).</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πλαγυφύλακες</i><br />οι φύλακες τών ενεπίγραφων πλακών τών ναών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την πιθανότερη [[εκδοχή]] πρόκειται για διάφορη γρφ. της λ. [[πλαγιοφύλαξ]].
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πλαγυφύλακες</i><br />οι φύλακες τών ενεπίγραφων πλακών τών ναών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την πιθανότερη [[εκδοχή]] πρόκειται για διάφορη γρφ. της λ. [[πλαγιοφύλαξ]].
}}
}}

Revision as of 20:35, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλαγυφύλαξ Medium diacritics: πλαγυφύλαξ Low diacritics: πλαγυφύλαξ Capitals: ΠΛΑΓΥΦΥΛΑΞ
Transliteration A: plagyphýlax Transliteration B: plagyphylax Transliteration C: plagyfylaks Beta Code: plagufu/lac

English (LSJ)

[φῠ], ᾰκος, ὁ, in pl., written either for πλαγιοφύλακες (q.v.), or for πλακοφύλακες (A guardians of temple-inscriptions), UPZ 89.6 (ii B. C.).

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
στον πληθ. οἱ πλαγυφύλακες
οι φύλακες τών ενεπίγραφων πλακών τών ναών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την πιθανότερη εκδοχή πρόκειται για διάφορη γρφ. της λ. πλαγιοφύλαξ.