σκωμματικός: Difference between revisions

From LSJ
(6_10)
 
m (Text replacement - "-<i>ατος]]" to "-ατος")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκωμματικός''': -ή, -όν, [[σκωπτικός]], [[ἀστεῖος]], Πρόκλ. εἰς Τίμ. 2, σ. 108.
|lstext='''σκωμματικός''': -ή, -όν, [[σκωπτικός]], [[ἀστεῖος]], Πρόκλ. εἰς Τίμ. 2, σ. 108.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σκώμμα]], -ατος<br />[[σκωπτικός]], [[αστείος]].
}}
}}

Latest revision as of 09:28, 2 January 2021

Greek (Liddell-Scott)

σκωμματικός: -ή, -όν, σκωπτικός, ἀστεῖος, Πρόκλ. εἰς Τίμ. 2, σ. 108.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σκώμμα, -ατος
σκωπτικός, αστείος.