λιγύπνους: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
(Created page with "{{grml |mltxt=λιγύπνοιος και λιγύπνοος, -οον και λιγύπνους, -ουν (Α)<br />(για άνεμο) αυτός που πνέει...") |
(No difference)
|