λιγύπνους: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(Created page with "{{grml |mltxt=λιγύπνοιος και λιγύπνοος, -οον και λιγύπνους, -ουν (Α)<br />(για άνεμο) αυτός που πνέει...")
(No difference)

Revision as of 08:50, 23 January 2021

Greek Monolingual

λιγύπνοιος και λιγύπνοος, -οον και λιγύπνους, -ουν (Α)
(για άνεμο) αυτός που πνέει με διαπεραστικό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -πνοιος / -πνους (< πνοιά / πνοή), πρβλ. δίπνοιος / θεόπνους].