κορσωτεύς: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
(21)
 
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=κορσωτεύς
|Medium diacritics=κορσωτεύς
|Low diacritics=κορσωτεύς
|Capitals=ΚΟΡΣΩΤΕΥΣ
|Transliteration A=korsōteús
|Transliteration B=korsōteus
|Transliteration C=korsotefs
|Beta Code=korswteu/s
|Definition=-έως, = [[κορσωτήρ]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορσωτεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />[[κουρέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κορσωτήρ]] με την κατάλ. -<i>εύς</i>, που απαντά [[κυρίως]] σε μετονοματικά παρ.].
|mltxt=[[κορσωτεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />[[κουρέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κορσωτήρ]] με την κατάλ. -<i>εύς</i>, που απαντά [[κυρίως]] σε μετονοματικά παρ.].
}}
}}

Revision as of 10:50, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορσωτεύς Medium diacritics: κορσωτεύς Low diacritics: κορσωτεύς Capitals: ΚΟΡΣΩΤΕΥΣ
Transliteration A: korsōteús Transliteration B: korsōteus Transliteration C: korsotefs Beta Code: korswteu/s

English (LSJ)

-έως, = κορσωτήρ.

Greek Monolingual

κορσωτεύς, -έως, ὁ (Α)
κουρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κορσωτήρ με την κατάλ. -εύς, που απαντά κυρίως σε μετονοματικά παρ.].