καταράκτης: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
(2b) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=καταράκτης | |||
|Medium diacritics=καταράκτης | |||
|Low diacritics=καταράκτης | |||
|Capitals=ΚΑΤΑΡΑΚΤΗΣ | |||
|Transliteration A=kataráktēs | |||
|Transliteration B=kataraktēs | |||
|Transliteration C=kataraktis | |||
|Beta Code=katara/kths | |||
|Definition=v. [[καταρράκτης]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατᾰράκτης''': κατᾰρακτικός, κατᾰρακτικῶς, ἴδε [[καταρράκτης]], καταρρακτικός, [[καταρρακτικῶς]]. | |lstext='''κατᾰράκτης''': κατᾰρακτικός, κατᾰρακτικῶς, ἴδε [[καταρράκτης]], καταρρακτικός, [[καταρρακτικῶς]]. |
Revision as of 10:50, 31 January 2021
English (LSJ)
v. καταρράκτης.
Greek (Liddell-Scott)
κατᾰράκτης: κατᾰρακτικός, κατᾰρακτικῶς, ἴδε καταρράκτης, καταρρακτικός, καταρρακτικῶς.
Greek Monolingual
καταράκτης, ὁ (Α)
βλ. καταρράκτης.
Russian (Dvoretsky)
καταράκτης: = καταρράκτης I.