παρακοιμιστής: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(31)
 
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=παρακοιμιστής
|Medium diacritics=παρακοιμιστής
|Low diacritics=παρακοιμιστής
|Capitals=ΠΑΡΑΚΟΙΜΙΣΤΗΣ
|Transliteration A=parakoimistḗs
|Transliteration B=parakoimistēs
|Transliteration C=parakoimistis
|Beta Code=parakoimisth/s
|Definition=οῦ, ὁ, in pl., π. τῶν [[ἰδίων]] [[γυναικῶν]] [[panders]] to their own wives, Paul.Al. O. 2.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[παρακοιμίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μαστροπός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βάζει κάποιον να κοιμηθεί [[μαζί]] με άλλον.
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[παρακοιμίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μαστροπός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βάζει κάποιον να κοιμηθεί [[μαζί]] με άλλον.
}}
}}

Revision as of 11:00, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακοιμιστής Medium diacritics: παρακοιμιστής Low diacritics: παρακοιμιστής Capitals: ΠΑΡΑΚΟΙΜΙΣΤΗΣ
Transliteration A: parakoimistḗs Transliteration B: parakoimistēs Transliteration C: parakoimistis Beta Code: parakoimisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, in pl., π. τῶν ἰδίων γυναικῶν panders to their own wives, Paul.Al. O. 2.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ παρακοιμίζω
μσν.
μαστροπός
αρχ.
αυτός που βάζει κάποιον να κοιμηθεί μαζί με άλλον.