3,258,326
edits
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑστιοῦχος''': -ον, (ἔχω) ὁ φυλάττων, προστατεύων τήν ἑστίαν, δηλ. τόν οἶκον ἤ τόπον τινά, Δήμητερ ἑστιοῦχ’ Ἐλευσῖνος χθονός, [[φύλαξ]] τῆ..., Εὐρ. Ἱκ. 1, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 866, Πλάτ. Νόμ. 878Α. 2) ἔχων βωμόν ἤ ἑστίαν, [[γαῖα]], [[πόλις]], [[αὐλή]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 511, Σοφ. Ἀντ. 1083, Εὐρ. Ἀνδρ. 283. 3) ὁ επί τῆς ἑστίας ἤ τοῦ βωμοῦ, ἑστ. [[ψόλος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280 (κατά Musgr. [[ἀντί]] μόνον)· πῦρ Πλούτ. 2. 158C. ΙΙ. ὁ ξενίζων, φιλεύων, ὁ εὐωχίαν παρέχων, Ἀριστοφ. Παρά | |lstext='''ἑστιοῦχος''': -ον, (ἔχω) ὁ φυλάττων, προστατεύων τήν ἑστίαν, δηλ. τόν οἶκον ἤ τόπον τινά, Δήμητερ ἑστιοῦχ’ Ἐλευσῖνος χθονός, [[φύλαξ]] τῆ..., Εὐρ. Ἱκ. 1, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 866, Πλάτ. Νόμ. 878Α. 2) ἔχων βωμόν ἤ ἑστίαν, [[γαῖα]], [[πόλις]], [[αὐλή]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 511, Σοφ. Ἀντ. 1083, Εὐρ. Ἀνδρ. 283. 3) ὁ επί τῆς ἑστίας ἤ τοῦ βωμοῦ, ἑστ. [[ψόλος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280 (κατά Musgr. [[ἀντί]] μόνον)· πῦρ Πλούτ. 2. 158C. ΙΙ. ὁ ξενίζων, φιλεύων, ὁ εὐωχίαν παρέχων, Ἀριστοφ. Παρά Πολυδ. Ϛ΄, 11. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |