Anonymous

ἑστιοῦχος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἑστιοῡχος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φυλάσσει, προστατεύει την [[εστία]] (τον οίκο ή κάποιον [[τόπο]]), ο [[πολιούχος]] («Δήμητερ ἑστιοῡχ' Ἐλευσῑνος χθονός», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει βωμό ή [[εστία]]<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] στην [[εστία]] ή στον βωμό<br /><b>4.</b> αυτός που φιλοξενεί, φιλεύει, παρέχει [[ευωχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εστία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ούχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i>) <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολι</i>-<i>ούχος</i>].
|mltxt=ἑστιοῡχος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φυλάσσει, προστατεύει την [[εστία]] (τον οίκο ή κάποιον [[τόπο]]), ο [[πολιούχος]] («Δήμητερ ἑστιοῡχ' Ἐλευσῑνος χθονός», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει βωμό ή [[εστία]]<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] στην [[εστία]] ή στον βωμό<br /><b>4.</b> αυτός που φιλοξενεί, φιλεύει, παρέχει [[ευωχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εστία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ούχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i>) [[πρβλ]]. <i>πολι</i>-<i>ούχος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm