συγκαταδικάζω: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(39)
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[καταδικάζω]] [[μαζί]] («οὕς οὐκ ἔστι δίκαιον συγκαταδικασθήναι τοῑς ύπαιτίοις», Γρηγ<br />Νύσσ.).
|mltxt=ΜΑ<br />[[καταδικάζω]] [[μαζί]] («οὕς οὐκ ἔστι δίκαιον συγκαταδικασθήναι τοῖς ύπαιτίοις», Γρηγ<br />Νύσσ.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[καταδικάζω]] [[μαζί]] («οὕς οὐκ ἔστι δίκαιον συγκαταδικασθήναι τοῑς ύπαιτίοις», Γρηγ<br />Νύσσ.).
|mltxt=ΜΑ<br />[[καταδικάζω]] [[μαζί]] («οὕς οὐκ ἔστι δίκαιον συγκαταδικασθήναι τοῖς ύπαιτίοις», Γρηγ<br />Νύσσ.).
}}
}}

Revision as of 18:05, 25 March 2021

German (Pape)

[Seite 964] mit verurtheilen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταδῐκάζω: καταδικάζω ὁμοῦ, τινά τινι Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ΜΑ
καταδικάζω μαζί («οὕς οὐκ ἔστι δίκαιον συγκαταδικασθήναι τοῖς ύπαιτίοις», Γρηγ
Νύσσ.).

Greek Monolingual

ΜΑ
καταδικάζω μαζί («οὕς οὐκ ἔστι δίκαιον συγκαταδικασθήναι τοῖς ύπαιτίοις», Γρηγ
Νύσσ.).