συγκαταδικάζω
From LSJ
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
German (Pape)
[Seite 964] mit verurteilen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταδῐκάζω: καταδικάζω ὁμοῦ, τινά τινι Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ΜΑ
καταδικάζω μαζί («οὕς οὐκ ἔστι δίκαιον συγκαταδικασθήναι τοῖς ύπαιτίοις», Γρηγ
Νύσσ.).