συνεπιθορυβώ: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
(39)
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, Α<br />[[επιδοκιμάζω]] μεγαλοφώνως («ἐπαινέσεις καὶ συνεπιθορυβήσεις τοῑς κολακεύουσι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπιθορυβῶ</i> «[[θορυβώ]] για [[κάτι]], [[φωνάζω]]»].
|mltxt=-έω, Α<br />[[επιδοκιμάζω]] μεγαλοφώνως («ἐπαινέσεις καὶ συνεπιθορυβήσεις τοῖς κολακεύουσι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπιθορυβῶ</i> «[[θορυβώ]] για [[κάτι]], [[φωνάζω]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, Α<br />[[επιδοκιμάζω]] μεγαλοφώνως («ἐπαινέσεις καὶ συνεπιθορυβήσεις τοῑς κολακεύουσι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπιθορυβῶ</i> «[[θορυβώ]] για [[κάτι]], [[φωνάζω]]»].
|mltxt=-έω, Α<br />[[επιδοκιμάζω]] μεγαλοφώνως («ἐπαινέσεις καὶ συνεπιθορυβήσεις τοῖς κολακεύουσι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπιθορυβῶ</i> «[[θορυβώ]] για [[κάτι]], [[φωνάζω]]»].
}}
}}

Revision as of 18:10, 25 March 2021

Greek Monolingual

-έω, Α
επιδοκιμάζω μεγαλοφώνως («ἐπαινέσεις καὶ συνεπιθορυβήσεις τοῖς κολακεύουσι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιθορυβῶ «θορυβώ για κάτι, φωνάζω»].

Greek Monolingual

-έω, Α
επιδοκιμάζω μεγαλοφώνως («ἐπαινέσεις καὶ συνεπιθορυβήσεις τοῖς κολακεύουσι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιθορυβῶ «θορυβώ για κάτι, φωνάζω»].