τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words
-έω, Αεπιδοκιμάζω μεγαλοφώνως («ἐπαινέσεις καὶ συνεπιθορυβήσεις τοῖς κολακεύουσι», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιθορυβῶ «θορυβώ για κάτι, φωνάζω»].