χερουβίμ: Difference between revisions
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
(46) |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[χερουβείμ]], τα, ΝΜΑ, και [[χερουβίν]] ΜΑ<br />ανώτατη [[τάξη]] ουράνιων, αγγελικών όντων, [[κοντά]] στον θρόνο του θεού, για να τον υμνούν και να καλύπτουν την [[δόξα]] του από βέβηλα μάτια (α. «ὁ ἐπὶ | |mltxt=και [[χερουβείμ]], τα, ΝΜΑ, και [[χερουβίν]] ΜΑ<br />ανώτατη [[τάξη]] ουράνιων, αγγελικών όντων, [[κοντά]] στον θρόνο του θεού, για να τον υμνούν και να καλύπτουν την [[δόξα]] του από βέβηλα μάτια (α. «ὁ ἐπὶ τοῦ θρόνου δόξης τῶν [[χερουβίμ]] ἐπαναπαυόμενος», Ακολ. Όρθρ.<br />β. «τί... ἐστί [[χερουβίμ]]; πεπληθυσμένη [[γνῶσις]]», Ιωάνν. Χρυσ.<br />γ. «ἔταξε τὰ χερουβὶμ καὶ τὴν φλογίνην ῥομφαίαν... φυλάσσειν τὴν ὁδὸν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς», ΠΔ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> εβρ. <i>ker</i><i>ū</i><i>b</i><i>ī</i><i>m</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:50, 25 March 2021
English (Strong)
plural of Hebrew origin (כְּרוּב); "cherubim" (i.e. cherubs or kerubim): cherubims.
Greek Monolingual
και χερουβείμ, τα, ΝΜΑ, και χερουβίν ΜΑ
ανώτατη τάξη ουράνιων, αγγελικών όντων, κοντά στον θρόνο του θεού, για να τον υμνούν και να καλύπτουν την δόξα του από βέβηλα μάτια (α. «ὁ ἐπὶ τοῦ θρόνου δόξης τῶν χερουβίμ ἐπαναπαυόμενος», Ακολ. Όρθρ.
β. «τί... ἐστί χερουβίμ; πεπληθυσμένη γνῶσις», Ιωάνν. Χρυσ.
γ. «ἔταξε τὰ χερουβὶμ καὶ τὴν φλογίνην ῥομφαίαν... φυλάσσειν τὴν ὁδὸν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς», ΠΔ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. kerūbīm].