ερωτικοενήδονος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
(14)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐρωτικοενήδονος, -η, -ον (Μ)<br />αυτός που προκαλεί ερωτική [[ηδονή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερωτικός]] <span style="color: red;">+</span> [[ενήδονος]]].
|mltxt=[[ἐρωτικοενήδονος]], -η, -ον (Μ)<br />αυτός που προκαλεί ερωτική [[ηδονή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερωτικός]] <span style="color: red;">+</span> [[ενήδονος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:01, 26 March 2021

Greek Monolingual

ἐρωτικοενήδονος, -η, -ον (Μ)
αυτός που προκαλεί ερωτική ηδονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικός + ενήδονος].