ραντισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(36)
 
m (Text replacement - "κρεῑττον" to "κρεῖττον")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ῥαντισμός]], ΝΜΑ [[ῥαντίζω]]<br />το [[ράντισμα]] με αγιασμένο [[νερό]] ή [[άλλο]] [[υγρό]] για εξαγνισμό (α. «[[ὕδωρ]] ῥαντισμοῡ ἅγνισμά ἐστι», ΚΔ<br />β «αἵματι ῥαντισμοῡ κρεῑττον λαλοῡντι παρὰ τὸν Ἄβελ», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ψεκασμός]].
|mltxt=ο / [[ῥαντισμός]], ΝΜΑ [[ῥαντίζω]]<br />το [[ράντισμα]] με αγιασμένο [[νερό]] ή [[άλλο]] [[υγρό]] για εξαγνισμό (α. «[[ὕδωρ]] ῥαντισμοῡ ἅγνισμά ἐστι», ΚΔ<br />β «αἵματι ῥαντισμοῡ κρεῖττον λαλοῡντι παρὰ τὸν Ἄβελ», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ψεκασμός]].
}}
}}

Revision as of 16:15, 26 March 2021

Greek Monolingual

ο / ῥαντισμός, ΝΜΑ ῥαντίζω
το ράντισμα με αγιασμένο νερό ή άλλο υγρό για εξαγνισμό (α. «ὕδωρ ῥαντισμοῡ ἅγνισμά ἐστι», ΚΔ
β «αἵματι ῥαντισμοῡ κρεῖττον λαλοῡντι παρὰ τὸν Ἄβελ», ΚΔ)
νεοελλ.
ο ψεκασμός.