τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
ο, ΝΜ ψεκάζω
νεοελλ.
1. (φυτοπαθολ.) διασπορά διαλύματος ή αιωρήματος φυτοφαρμάκου υπό μορφή σταγονιδίων με ειδική συσκευή
2. μέθοδος εφυάλωσης με την εκτόξευση υγρού σμάλτου με αεροψεκαστήρα
μσν.
ψιχάλισμα.