ψεκασμός

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

ο, ΝΜ ψεκάζω
νεοελλ.
1. (φυτοπαθολ.) διασπορά διαλύματος ή αιωρήματος φυτοφαρμάκου υπό μορφή σταγονιδίων με ειδική συσκευή
2. μέθοδος εφυάλωσης με την εκτόξευση υγρού σμάλτου με αεροψεκαστήρα
μσν.
ψιχάλισμα.