εκδιηγούμαι: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
(10)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐκδιηγοῡμαι (-έομαι) (AM)<br />[[διηγούμαι]] [[λεπτομερώς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[περιγράφω]] [[λεπτομερώς]].
|mltxt=ἐκδιηγοῦμαι (-έομαι) (AM)<br />[[διηγούμαι]] [[λεπτομερώς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[περιγράφω]] [[λεπτομερώς]].
}}
}}

Latest revision as of 16:30, 26 March 2021

Greek Monolingual

ἐκδιηγοῦμαι (-έομαι) (AM)
διηγούμαι λεπτομερώς
μσν.
περιγράφω λεπτομερώς.