διηγούμαι
From LSJ
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
Greek Monolingual
και διηγιέμαι και δηγιέμαι (AM διηγούμαι, -έομαι) ηγούμαι
εξιστορώ, αφηγούμαι πραγματικό ή φανταστικό γεγονός
μσν.
αναφέρω
νεοελλ.
φρ. α) «εγώ στον πόλεμο και συ δηγάσαι» — γι' αυτούς που λένε ανακρίβειες μπροστά σε αυτόπτες μάρτυρες
β) «που σωπαίνει δεν πονάει, που δηγιέται δεν πεινάει» — γι' αυτούς που διατυμπανίζουν τη φτώχεια τους.