διηγούμαι
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
Greek Monolingual
και διηγιέμαι και δηγιέμαι (AM διηγούμαι, -έομαι) ηγούμαι
εξιστορώ, αφηγούμαι πραγματικό ή φανταστικό γεγονός
μσν.
αναφέρω
νεοελλ.
φρ. α) «εγώ στον πόλεμο και συ δηγάσαι» — γι' αυτούς που λένε ανακρίβειες μπροστά σε αυτόπτες μάρτυρες
β) «που σωπαίνει δεν πονάει, που δηγιέται δεν πεινάει» — γι' αυτούς που διατυμπανίζουν τη φτώχεια τους.