βοστρυχούμαι: Difference between revisions

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source
(7)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=βοστρυχοῡμαι (-όομαι) (AM) [[βόστρυχος]]<br />έχω ή [[αποκτώ]] βοστρύχους.
|mltxt=βοστρυχοῦμαι (-όομαι) (AM) [[βόστρυχος]]<br />έχω ή [[αποκτώ]] βοστρύχους.
}}
}}

Revision as of 16:34, 26 March 2021

Greek Monolingual

βοστρυχοῦμαι (-όομαι) (AM) βόστρυχος
έχω ή αποκτώ βοστρύχους.