ναυπηγώ: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.

Source
(26)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α ναυπηγῶ, -έω) [[ναυπηγός]]<br />[[κατασκευάζω]] πλοία («ἐναυπηγοῡντο νεῶν στόλον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(το μέσ.) <i>ναυπηγοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(μτφ) [[επινοώ]], [[μηχανώμαι]].
|mltxt=(Α ναυπηγῶ, -έω) [[ναυπηγός]]<br />[[κατασκευάζω]] πλοία («ἐναυπηγοῡντο νεῶν στόλον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(το μέσ.) <i>ναυπηγοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(μτφ) [[επινοώ]], [[μηχανώμαι]].
}}
}}

Revision as of 16:35, 26 March 2021

Greek Monolingual

(Α ναυπηγῶ, -έω) ναυπηγός
κατασκευάζω πλοία («ἐναυπηγοῡντο νεῶν στόλον», Θουκ.)
αρχ.
(το μέσ.) ναυπηγοῦμαι, -έομαι
(μτφ) επινοώ, μηχανώμαι.