προποιώ: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
(34)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[προλαβαίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] από [[πριν]], εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>προποιοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) προετοιμάζομαι<br />β) επηρεάζομαι εκ τών προτέρων<br /><b>3.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ προπεποιημένα</i><br />εργασίες που έχουν ήδη περατωθεί.
|mltxt=-έω, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[προλαβαίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] από [[πριν]], εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>προποιοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) προετοιμάζομαι<br />β) επηρεάζομαι εκ τών προτέρων<br /><b>3.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ προπεποιημένα</i><br />εργασίες που έχουν ήδη περατωθεί.
}}
}}

Latest revision as of 16:37, 26 March 2021

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
μσν.
προλαβαίνω
αρχ.
1. κάνω κάτι από πριν, εκ τών προτέρων
2. παθ. προποιοῦμαι, -έομαι
α) προετοιμάζομαι
β) επηρεάζομαι εκ τών προτέρων
3. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ προπεποιημένα
εργασίες που έχουν ήδη περατωθεί.