προποιώ: Difference between revisions
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
(34) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έω, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[προλαβαίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] από [[πριν]], εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i> | |mltxt=-έω, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[προλαβαίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] από [[πριν]], εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>προποιοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) προετοιμάζομαι<br />β) επηρεάζομαι εκ τών προτέρων<br /><b>3.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ προπεποιημένα</i><br />εργασίες που έχουν ήδη περατωθεί. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:37, 26 March 2021
Greek Monolingual
-έω, ΜΑ
μσν.
προλαβαίνω
αρχ.
1. κάνω κάτι από πριν, εκ τών προτέρων
2. παθ. προποιοῦμαι, -έομαι
α) προετοιμάζομαι
β) επηρεάζομαι εκ τών προτέρων
3. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ προπεποιημένα
εργασίες που έχουν ήδη περατωθεί.