μεταγεννώ: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
(24)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μεταγεννῶ, -άω (Α, Μ μέσ. μεταγεννοῡμαι)<br /><b>μέσ.</b> <i>μεταγεννῶμαι</i> και <i>μεταγεννοῡμαι</i><br />ξαναγεννιέμαι<br /><b>μσν.</b><br />[[αλλάζω]], μεταβάλλομαι<br /><b>αρχ.</b><br />[[δίνω]] νέα ζωή σε [[κάτι]], [[ξανανιώνω]], [[αναγεννώ]], [[αναζωογονώ]] [[κάτι]] («μεταποιεῑ καὶ μεταγεννᾷ τὰς ψυχάς», <b>Ιώσ.</b>).
|mltxt=μεταγεννῶ, -άω (Α, Μ μέσ. μεταγεννοῦμαι)<br /><b>μέσ.</b> <i>μεταγεννῶμαι</i> και <i>μεταγεννοῦμαι</i><br />ξαναγεννιέμαι<br /><b>μσν.</b><br />[[αλλάζω]], μεταβάλλομαι<br /><b>αρχ.</b><br />[[δίνω]] νέα ζωή σε [[κάτι]], [[ξανανιώνω]], [[αναγεννώ]], [[αναζωογονώ]] [[κάτι]] («μεταποιεῑ καὶ μεταγεννᾷ τὰς ψυχάς», <b>Ιώσ.</b>).
}}
}}

Revision as of 16:40, 26 March 2021

Greek Monolingual

μεταγεννῶ, -άω (Α, Μ μέσ. μεταγεννοῦμαι)
μέσ. μεταγεννῶμαι και μεταγεννοῦμαι
ξαναγεννιέμαι
μσν.
αλλάζω, μεταβάλλομαι
αρχ.
δίνω νέα ζωή σε κάτι, ξανανιώνω, αναγεννώ, αναζωογονώ κάτι («μεταποιεῑ καὶ μεταγεννᾷ τὰς ψυχάς», Ιώσ.).