ξανανιώνω
From LSJ
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
Greek Monolingual
και ξανανεώνω
1. κάνω πάλι κάποιον νέο ή κάνω κάποιον να νιώσει πάλι νέος, αναζωογονώ
2. ξανακάνω κάτι καινούργιο
3. επανέρχομαι στην πρώτη μου ακμή
4. γίνομαι ή αισθάνομαι πάλι νέος, ακμαίος, αναζωογονούμαι («αν άσπρισ', αν εγέρασα, για σέ θα ξανανιώσω», Βαλαωρ.)
5. φαίνομαι δροσερότερος («με την αυγή και με το φως τα πάντα ξανανιώνουν», Παλαμ.)
6. γεννιέμαι για δεύτερη φορά, ξαναγεννιέμαι.