αναζωογονώ
From LSJ
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
Greek Monolingual
(-έω)
1. ενεργ. δίνω νέες δυνάμεις σε κάποιον, ψυχικές και σωματικές, τονώνω, ξαναζωντανεύω
2. ανακτώ τις ψυχικές και σωματικές μου δυνάμεις, τονώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναζωογόνος.
ΠΑΡ. αναζωογόνηση, αναζωογονητικός].