παραβοηθώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, Α<br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] σε [[βοήθεια]] κάποιου («[[ἦσαν]] δὲ καὶ τοῖς Κορινθίοις... πολλοὶ τῶν βαρβάρων παραβεβοηθηκότες», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σπεύδω]] με σκοπό να σώσω κάποιον<br /><b>3.</b> [[βοηθώ]] και εγώ με τη [[σειρά]] μου («βοηθοῡντά τε... τοὺς ἄλλους οἰκείους, τοὺς δ' αὖ παραβοηθοῡντας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «παραβοηθῶ τινι [[πρός]] τινα» — [[τρέχω]] να βοηθήσω κάποιον [[εναντίον]] άλλου.
|mltxt=-έω, Α<br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] σε [[βοήθεια]] κάποιου («[[ἦσαν]] δὲ καὶ τοῖς Κορινθίοις... πολλοὶ τῶν βαρβάρων παραβεβοηθηκότες», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σπεύδω]] με σκοπό να σώσω κάποιον<br /><b>3.</b> [[βοηθώ]] και εγώ με τη [[σειρά]] μου («βοηθοῡντά τε... τοὺς ἄλλους οἰκείους, τοὺς δ' αὖ παραβοηθοῦντας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «παραβοηθῶ τινι [[πρός]] τινα» — [[τρέχω]] να βοηθήσω κάποιον [[εναντίον]] άλλου.
}}
}}

Revision as of 20:05, 26 March 2021

Greek Monolingual

-έω, Α
1. έρχομαι σε βοήθεια κάποιου («ἦσαν δὲ καὶ τοῖς Κορινθίοις... πολλοὶ τῶν βαρβάρων παραβεβοηθηκότες», Θουκ.)
2. σπεύδω με σκοπό να σώσω κάποιον
3. βοηθώ και εγώ με τη σειρά μου («βοηθοῡντά τε... τοὺς ἄλλους οἰκείους, τοὺς δ' αὖ παραβοηθοῦντας», Πλάτ.)
4. φρ. «παραβοηθῶ τινι πρός τινα» — τρέχω να βοηθήσω κάποιον εναντίον άλλου.