επιζέω: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
(13)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιζέω]] (Α) [[ζέω]]<br /><b>1.</b> [[βράζω]], [[κοχλάζω]] (α. «[[μετὰ]] πυρὸς πολλοῦ καὶ κλύδωνος ἐπιζέσαντος» β. «ἐπιζέσαντος τοῦ πάθους»)<br /><b>2.</b> (για [[δηλητήριο]]) [[επενεργώ]]<br /><b>3.</b> [[ζεσταίνω]] [[κάτι]] («ἐπιζεῑν λέβητα»).
|mltxt=[[ἐπιζέω]] (Α) [[ζέω]]<br /><b>1.</b> [[βράζω]], [[κοχλάζω]] (α. «[[μετὰ]] πυρὸς πολλοῦ καὶ κλύδωνος ἐπιζέσαντος» β. «ἐπιζέσαντος τοῦ πάθους»)<br /><b>2.</b> (για [[δηλητήριο]]) [[επενεργώ]]<br /><b>3.</b> [[ζεσταίνω]] [[κάτι]] («ἐπιζεῖν λέβητα»).
}}
}}

Latest revision as of 20:17, 26 March 2021

Greek Monolingual

ἐπιζέω (Α) ζέω
1. βράζω, κοχλάζω (α. «μετὰ πυρὸς πολλοῦ καὶ κλύδωνος ἐπιζέσαντος» β. «ἐπιζέσαντος τοῦ πάθους»)
2. (για δηλητήριο) επενεργώ
3. ζεσταίνω κάτι («ἐπιζεῖν λέβητα»).