επιζέω

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479

Greek Monolingual

ἐπιζέω (Α) ζέω
1. βράζω, κοχλάζω (α. «μετὰ πυρὸς πολλοῦ καὶ κλύδωνος ἐπιζέσαντος» β. «ἐπιζέσαντος τοῦ πάθους»)
2. (για δηλητήριο) επενεργώ
3. ζεσταίνω κάτι («ἐπιζεῖν λέβητα»).