καθυπερτερώ: Difference between revisions

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
(18)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM καθυπερτερῶ, -έω) [[καθυπέρτερος]]<br />(επιτατ. του [[υπερτερώ]])<br />[[υπερέχω]], [[υπερτερώ]] κάποιου («ἡδονῶν καὶ πόνων καθυπερτερεῑν ἔξεστιν», Μάρκ. Αυρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(για αστέρες ή αστερισμούς) βρίσκομαι σε υψηλό [[σημείο]], [[ανέρχομαι]] πολύ [[ψηλά]].
|mltxt=(AM καθυπερτερῶ, -έω) [[καθυπέρτερος]]<br />(επιτατ. του [[υπερτερώ]])<br />[[υπερέχω]], [[υπερτερώ]] κάποιου («ἡδονῶν καὶ πόνων καθυπερτερεῖν ἔξεστιν», Μάρκ. Αυρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(για αστέρες ή αστερισμούς) βρίσκομαι σε υψηλό [[σημείο]], [[ανέρχομαι]] πολύ [[ψηλά]].
}}
}}

Latest revision as of 20:20, 26 March 2021

Greek Monolingual

(AM καθυπερτερῶ, -έω) καθυπέρτερος
(επιτατ. του υπερτερώ)
υπερέχω, υπερτερώ κάποιου («ἡδονῶν καὶ πόνων καθυπερτερεῖν ἔξεστιν», Μάρκ. Αυρ.)
αρχ.
(για αστέρες ή αστερισμούς) βρίσκομαι σε υψηλό σημείο, ανέρχομαι πολύ ψηλά.