Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
ὑπερτερῶ, -έω, ΝΜΑ ὑπέρτερος
είμαι ή γίνομαι υπέρτερος, υπερέχω
αρχ.
αστρον. βρίσκομαι σε υψηλό σημείο ή ανέρχομαι πολύ ψηλά.