ανέρχομαι
ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης → to give light to them that sit in darkness and in the shadow of death to guide our feet into the way of peace | to shine on those who live in darkness and the shadow of death, to guide our feet into the way of peace
Greek Monolingual
(AM ἀνέρχομαι)
1. έρχομαι επάνω, ανεβαίνω
2. ανεβαίνω στο ρητορικό βήμα
3. (για θάλασσα ή ποταμό) ανυψώνομαι, φουσκώνω
νεοελλ.
1. (μτβ.) (για ανωφέρειες) ανεβαίνω κάτι
2. (αμτβ.) μετακινούμαι από τα νότια προς τα βόρεια
3. μτφ. προκόβω, προάγομαι
4. αναλαμβάνω ανώτατο αξίωμα («ανέρχομαι στον θρόνο»)
5. (για τιμές προϊόντων) υπερτιμώμαι, ακριβαίνω, ανεβαίνω
αρχ.
1. πορεύομαι από τα παράλια προς τα μεσόγεια
2. ανεβαίνω από τον Άδη στον επάνω κόσμο
3. υψώνομαι πάνω από τον ορίζοντα
4. (για φυτά) μεγαλώνω, βλαστάνω
5. επιστρέφω κάπου, επανέρχομαι, γυρίζω
6. αφηγούμαι, επαναλαμβάνω
7. (μτβ.) διασχίζω.