καινοποιώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl

Menander, Monostichoi, 147
(18)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=καινοποιῶ, -έω (Α) [[καινοποιός]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] νέο, [[ανανεώνω]] («καινοποιῶ τὰς ἐλπίδας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] μεταβολές, [[καινοτομώ]] («εἰ καινοποιεῑν δοκοίη», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> (πληθ. ουδ. μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) <i>τὰ καινοποιηθέντα</i><br />τα πράγματα που ανανεώθηκαν, που μεταβλήθηκαν, οι αλλαγές.
|mltxt=καινοποιῶ, -έω (Α) [[καινοποιός]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] νέο, [[ανανεώνω]] («καινοποιῶ τὰς ἐλπίδας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] μεταβολές, [[καινοτομώ]] («εἰ καινοποιεῖν δοκοίη», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> (πληθ. ουδ. μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) <i>τὰ καινοποιηθέντα</i><br />τα πράγματα που ανανεώθηκαν, που μεταβλήθηκαν, οι αλλαγές.
}}
}}

Latest revision as of 20:30, 26 March 2021

Greek Monolingual

καινοποιῶ, -έω (Α) καινοποιός
1. κάνω κάτι νέο, ανανεώνω («καινοποιῶ τὰς ἐλπίδας», Πολ.)
2. κάνω μεταβολές, καινοτομώ («εἰ καινοποιεῖν δοκοίη», Λουκιαν.)
3. (πληθ. ουδ. μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) τὰ καινοποιηθέντα
τα πράγματα που ανανεώθηκαν, που μεταβλήθηκαν, οι αλλαγές.