καινοποιώ

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

καινοποιῶ, -έω (Α) καινοποιός
1. κάνω κάτι νέο, ανανεώνω («καινοποιῶ τὰς ἐλπίδας», Πολ.)
2. κάνω μεταβολές, καινοτομώ («εἰ καινοποιεῖν δοκοίη», Λουκιαν.)
3. (πληθ. ουδ. μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) τὰ καινοποιηθέντα
τα πράγματα που ανανεώθηκαν, που μεταβλήθηκαν, οι αλλαγές.