καινοποιώ

From LSJ

τὸν τεθνηκότα μὴ κακολογεῖν → do not speak ill of the dead, speak no ill of the dead (Chilon the Spartan)

Source

Greek Monolingual

καινοποιῶ, -έω (Α) καινοποιός
1. κάνω κάτι νέο, ανανεώνω («καινοποιῶ τὰς ἐλπίδας», Πολ.)
2. κάνω μεταβολές, καινοτομώ («εἰ καινοποιεῖν δοκοίη», Λουκιαν.)
3. (πληθ. ουδ. μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) τὰ καινοποιηθέντα
τα πράγματα που ανανεώθηκαν, που μεταβλήθηκαν, οι αλλαγές.