δερματοφαγώ: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=δερματοφαγῶ (-έω) (Α)<br />[[τρώω]] και το [[δέρμα]] του ζώου («[[ὥστε]] μὴ κρεοφαγεῖν μόνον, ἀλλὰ καὶ ὀστοφαγεῖν καὶ δερματοφαγεῑν»).
|mltxt=δερματοφαγῶ (-έω) (Α)<br />[[τρώω]] και το [[δέρμα]] του ζώου («[[ὥστε]] μὴ κρεοφαγεῖν μόνον, ἀλλὰ καὶ ὀστοφαγεῖν καὶ δερματοφαγεῖν»).
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 27 March 2021

Greek Monolingual

δερματοφαγῶ (-έω) (Α)
τρώω και το δέρμα του ζώου («ὥστε μὴ κρεοφαγεῖν μόνον, ἀλλὰ καὶ ὀστοφαγεῖν καὶ δερματοφαγεῖν»).