επαπειλώ: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐπαπειλῶ, -έω)<br />[[επισείω]] [[κάτι]] ως [[απειλή]], [[απειλώ]], [[φοβερίζω]] («ἔπειτ' ἐμοὶ τὰ δείν' ἐπηπείλησ' ἔπη», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>απρόσ.</b> <i>επαπειλείται</i><br />επίκειται, επικρέμαται ως [[απειλή]] ή [[κίνδυνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απλώς]] [[απειλώ]], [[φοβερίζω]]<br /><b>2.</b> (με απρμφ. μέλλ.) [[απειλώ]] ότι θα [[κάνω]] [[κάτι]] («δείν' ἐπηπείλει τελεῑν;», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>απόλ.</b> [[διατυπώνω]] απειλές, φέρομαι απειλητικά («τὸν δὲ Λύκωνα ἔφασαν καὶ ἐπαπειλεῑν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπαπειλοῦμαι</i><br />(με δοτ. προσ.) [[σκέπτομαι]] να [[κάνω]] [[κακό]] σε κάποιον.
|mltxt=(AM ἐπαπειλῶ, -έω)<br />[[επισείω]] [[κάτι]] ως [[απειλή]], [[απειλώ]], [[φοβερίζω]] («ἔπειτ' ἐμοὶ τὰ δείν' ἐπηπείλησ' ἔπη», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>απρόσ.</b> <i>επαπειλείται</i><br />επίκειται, επικρέμαται ως [[απειλή]] ή [[κίνδυνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απλώς]] [[απειλώ]], [[φοβερίζω]]<br /><b>2.</b> (με απρμφ. μέλλ.) [[απειλώ]] ότι θα [[κάνω]] [[κάτι]] («δείν' ἐπηπείλει τελεῖν;», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>απόλ.</b> [[διατυπώνω]] απειλές, φέρομαι απειλητικά («τὸν δὲ Λύκωνα ἔφασαν καὶ ἐπαπειλεῖν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπαπειλοῦμαι</i><br />(με δοτ. προσ.) [[σκέπτομαι]] να [[κάνω]] [[κακό]] σε κάποιον.
}}
}}

Latest revision as of 08:40, 27 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐπαπειλῶ, -έω)
επισείω κάτι ως απειλή, απειλώ, φοβερίζω («ἔπειτ' ἐμοὶ τὰ δείν' ἐπηπείλησ' ἔπη», Σοφ.)
νεοελλ.
απρόσ. επαπειλείται
επίκειται, επικρέμαται ως απειλή ή κίνδυνος
αρχ.
1. απλώς απειλώ, φοβερίζω
2. (με απρμφ. μέλλ.) απειλώ ότι θα κάνω κάτι («δείν' ἐπηπείλει τελεῖν;», Σοφ.)
3. απόλ. διατυπώνω απειλές, φέρομαι απειλητικά («τὸν δὲ Λύκωνα ἔφασαν καὶ ἐπαπειλεῖν», Ξεν.)
4. μέσ. ἐπαπειλοῦμαι
(με δοτ. προσ.) σκέπτομαι να κάνω κακό σε κάποιον.