Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εξημερώνω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
(12)
 
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐξημερῶ, -όω) [[ημερώ]]<br />[[μετατρέπω]] [[κάτι]] ή κάποιον από άγριο σε ήμερο («ἐξημερωμένα ζῶα», «ἐξημερῶσαι γαῑαν»)<br /><b>2.</b> [[εκπολιτίζω]] («ἔτι μᾱλλον αὐτὸν ἐξημέρωσε διὰ παιδείας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταπραΰνω]].
|mltxt=(AM ἐξημερῶ, -όω) [[ημερώ]]<br />[[μετατρέπω]] [[κάτι]] ή κάποιον από άγριο σε ήμερο («ἐξημερωμένα ζῶα», «ἐξημερῶσαι γαῑαν»)<br /><b>2.</b> [[εκπολιτίζω]] («ἔτι μᾶλλον αὐτὸν ἐξημέρωσε διὰ παιδείας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταπραΰνω]].
}}
}}

Revision as of 14:11, 27 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐξημερῶ, -όω) ημερώ
μετατρέπω κάτι ή κάποιον από άγριο σε ήμερο («ἐξημερωμένα ζῶα», «ἐξημερῶσαι γαῑαν»)
2. εκπολιτίζω («ἔτι μᾶλλον αὐτὸν ἐξημέρωσε διὰ παιδείας», Πλάτ.)
3. καταπραΰνω.